- ξέστρώμα
- τό1) уборка, снимание (покрывала, ковра и т. п.);
ξέστρώμα του κρεββατιού — постилка постели (на ночь);
ξέστρώμα του τραπεζίου — уборка стола;
2) разборка (мостовой и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξέστρώμα του κρεββατιού — постилка постели (на ночь);
ξέστρώμα του τραπεζίου — уборка стола;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξέστρωμα — το [ξεστρώνω] 1. η αφαίρεση, το σήκωμα τών στρωμάτων, τών στρωσιδιών ή τών καλυμμάτων («το ξέστρωμα τών χαλιών») 2. μτφ. έντονη επίπληξη σε κάποιον … Dictionary of Greek
ξέστρωμα — το, ατος η πράξη του ξεστρώνω, αφαίρεση στρωμάτων ή καλυμμάτων επίπλων: Ξέστρωμα του κρεβατιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)